μαγνητόσφαιρα

μαγνητόσφαιρα
Περιοχή του κοσμικού διαστήματος γύρω από έναν πλανήτη στην οποία τα ιονισμένα σωμάτια βρίσκονται υπό την επίδραση κυρίως του μαγνητικού πεδίου του πλανήτη παρά του μαγνητικού πεδίου του Ήλιου που μεταφέρεται με τον ηλιακό άνεμο. Η διαμόρφωση της μ. οφείλεται κυρίως στην αλληλεπίδραση του ηλιακού ανέμου και του μαγνητικού πεδίου του πλανήτη. Στη Γη η μ., που ονομάζεται και γεωμαγνητική κοιλότητα, αποκτά απιοειδή μορφή με μια πολύ επιμήκη ουρά που κατευθύνεται προς το σκοτεινό τμήμα της Γης. Το σχήμα αυτό της μ. οφείλεται κυρίως στον ηλιακό άνεμο που σπρώχνει το γεωμαγνητικό πεδίο προς την επιφάνεια της Γης από την πλευρά που φωτίζεται από τον Ήλιο, ενώ προς την αντίθετη πλευρά της Γης δεν μπορεί να ασκήσει μεγάλη πίεση στο μαγνητικό πεδίο και γι’ αυτό η μ. μπορεί να εκταθεί πολύ προς την πλευρά αυτή. Το εξωτερικό σύνορο της μ. ονομάζεται μαγνητόπαυση και βρίσκεται σε απόσταση περίπου 10 γήινων ακτινών προς τη φωτιζόμενη από τον Ήλιο πλευρά της Γης, ενώ προς την αντίθετη πλευρά τα όριά της δεν έχουν ακόμα καθοριστεί. Ανάμεσα στη μαγνητόπαυση και το μεσοπλανητικό μαγνητικό πεδίο υπάρχει μια ισχυρά διαταραγμένη περιοχή, μέσα στην οποία ο ηλιακός άνεμος και το γεωμαγνητικό πεδίο βρίσκονται σε αλληλεπίδραση. Τα όρια της περιοχής αυτής είναι η μαγνητόπαυση και ένα υδροδυναμικό μέτωπο κρούσης που χωρίζει τη διαταραγμένη μεταβατική περιοχή από το μεσοπλανητικό πεδίο. Η μ. περιλαμβάνει τις ζώνες έντονης ακτινοβολίας της Γης (ζώνες Βαν Άλεν), και υπό την επίδραση του ηλιακού ανέμου παρουσιάζει πολλές διαταραχές, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι οι μαγνητικές καταιγίδες. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά δεδομένα, άλλοι πλανήτες που έχουν μ. είναι ο Ερμής και ο Δίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… …   Dictionary of Greek

  • ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”